κρινοειδές

κρινοειδές
κρινοειδής
like a lily
masc/fem voc sg
κρινοειδής
like a lily
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… …   Dictionary of Greek

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… …   Dictionary of Greek

  • αντέδων — (antedon). Γένος αρθρωτών εχινοδέρμων της οικογένειας των αντεδονιδών. Είναι κρινοειδές και ζει σε μεσαία βάθη σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη μας. Δημιουργεί ωάρια και σπερματοζωάρια τα οποία γονιμοποιούνται μέσα στο θαλασσινό νερό. Από τα αβγά …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”